- μονοσακχαρίτης
- οσυν. στον πληθ. οι μονοσακχαρίτες(βιοχ.) καθεμιά από τις βασικές ενώσεις που χρησιμεύουν ως δομικοί λίθοι τών υδατανθράκων, αλλ. απλά σάκχαρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλδολάση — Ένζυμο της σειράς της γλυκόλυσης που καταλύει τις αντιδράσεις, στις οποίες ένας μονοσακχαρίτης με έξι άτομα άνθρακα (εξόζη) μετατρέπεται σε δύο μονοσακχαρίτες με 3 άτομα άνθρακα (τριόζες). * * * η βιοχ. λέγεται και αλδολάση τής 1, 6 διφωσφορικής… … Dictionary of Greek
γλυκόζη — Οργανική ένωση, του τύπου C6H12Ο6, που ανήκει στην τάξη των σακχάρων. Είναι ένας μονοσακχαρίτης με 6 άτομα άνθρακα (εξόζη), με μία αλδεϋδική ομάδα (αλδόζη). Στη φύση βρίσκεται στα φρούτα, σε πολλούς γλυκοζίτες, στο αίμα, όπου περιέχεται σε… … Dictionary of Greek
κετόζη — η (βιοχ.) μονοσακχαρίτης που προέρχεται από την κετόνη με την καρβονυλική ομάδα σε άλλη θέση από το τέλος τής αλυσίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. ketose < ket τού ketone «κετόνη» βλ. λ. + κατάλ. ose, που στη χημική… … Dictionary of Greek
ξυλάνη — η (βιοχ.) πολυσακχαρίτης τού οποίου κυριότερη δομική υπομονάδα είναι ο μονοσακχαρίτης ξυλόξη και που αποτελεί συστατικό τής ημικυτταρίνης και απαντά σε πολλούς φυτικούς οργανισμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. xylan (< ξύλο)] … Dictionary of Greek
τριόζη — η, Ν χημ. μονοσακχαρίτης τού οποίου το μόριο περιέχει τρία άτομα οξυγόνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. triose < tri (< λατ. tres, tria, πρβλ. τρεις) + κατάλ. ose τής χημ. ορολογίας] … Dictionary of Greek
φουκόζη — η, Ν (βιοχ.) μονοσακχαρίτης, μεθυλιωμένη αλδοπεντόζη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. γαλλ. fucose] … Dictionary of Greek